βιαιοπραγώ

βιαιοπραγώ
(-έω)
1. χρησιμοποιώ βία
2. επιτίθεμαι άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιαιοπραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιαιοπραγώ — βιαιοπραγώ, βιαιοπράγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιαιοπραγώ — ησα, χρησιμοποιώ βία, επιτίθεμαι άδικα: Κλείστηκε στη φυλακή γιατί βιαιοπράγησε επάνω στα ίδια τα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”